- αιπόλος
- αἰπόλος, ο (Α)1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός2. στον Ησύχιο «αἰπόλοςκάπηλος» — η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί-πολος (= ἀεί-πολος) που θα σήμαινε «αυτός που στρέφει συνεχώς, που γυρνάει συνεχώς», από την αρχική σημασία τού πέλω / πέλομαι, β΄ συνθετικού τής λέξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αἴξ + -πόλος < πέλω / πέλομαι. Πρέπει να πρόκειται για πολύ παλιά σύνθεση, προερχόμενη απευθείας από το θέμα (αἰγ-πόλος) με σίγηση τού γ, δηλ. χωρίς τη μεσολάβηση τού συνδετικού φωνήεντος -ο- (οπότε θα ήταν *αἰγοπόλος). Για τη μορφή τού β΄ συνθ. (-πόλος), που εμφανίζεται και με αρχικό σύμφωνο κ- ως -κόλος (πρβλ. βου -κόλος και λατ. agri + cola «γεωργός», in -cola «κάτοικος» κ.λπ.), βλ. ετυμολ. τού πέλω / πέλομαι, από ΙΕ ρίζα *kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι», - «βρίσκομαι, ασχολούμαι με».ΠΑΡ. αρχ. αἰπολικός, αἰπόλιον, αἰπολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.